κρεμασμός

κρεμασμός
ο (AM κρεμασμός, Μ και κρεμαμός) [κρεμάννυμι]
κρέμασμα
μσν.
πόθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρεμασμός — suspension masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμασμοῦ — κρεμασμός suspension masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμασμῷ — κρεμασμός suspension masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμασμόν — κρεμασμός suspension masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”